ασυνάρτητο(ν)

ασυνάρτητο(ν)
τό бессвязность, несвязность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ασυνάρτητο(ν)" в других словарях:

  • ρίγανη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.). * * * η, Ν 1. κοινή ονομασία τών αρωματικών αποξηραμένων και τριμμένων φύλλων και… …   Dictionary of Greek

  • σχιζογραφία — η, Ν (σε περίπτωση σχιζοφρενίας) διαταραχή τού γραπτού λόγου η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνάρτητο συμφυρμό πραγματικών ή φανταστικών λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. schizographie (< σχίζω + γραφία*)] …   Dictionary of Greek

  • σετσεσιόν — (secession). Όρος που χρησιμοποιήθηκε στις εικαστικές τέχνες για το χαρακτηρισμό μερικών πρωτοποριακών κινημάτων, που προσπάθησαν να αποκοπούν από την απολίθωση και τον κομφορμισμό των επίσημων καλλιτεχνικών τάσεων (secession=αποστασία,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»